- κολύμβημα
- το , κολύμβησις (-εως) η спорт, плавание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολύμβημα — κολύμβημα, το και κολύμπημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ, κολύμπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολύμβημα — το βλ. κολύμπημα … Dictionary of Greek
νεύσις — (I) νεῡσις, ἡ (ΑΜ) βλ. νεύση. (II) νεῡσις, ἡ (Α) κολύμβηση, κολύμβημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νέω (Ι) «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek